- νοσήσας
- νοσήσᾱς , νοσέωto be sickaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Lancia (ciudad) — Para otros usos de este término, véase Lancia (desambiguación). Lancia Ciudad del Imperio romano … Wikipedia Español
δυσσεβής — ές (AM δυσσεβής, ές) ασεβής, άθεος («τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβὴς φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο») … Dictionary of Greek
χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
ωμοκρατής — ές, Α 1. αυτός που έχει δυνατούς ώμους ή, κατ άλλους, ο ωμός και ισχυρός 2. (ως προσωνυμία τού Αίαντος) αυτός που έχει ωμή, ατίθαση δύναμη («νῡν γὰρ ὁ δεινὸς μέγας ὠμοκρατὴς Αἴας θαλερῷ κεῑται χειμῶνι νοσήσας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος ή ὠμός +… … Dictionary of Greek